Στο εξωτερικό πολλά σχολικά συστήματα και εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούν διάφορα θεωρητικά μοντέλα για τη διαδικασία της μετάβασης. Κάθε ένα από αυτά τα μοντέλα, έχει διαφορετικές εφαρμογές στις πρακτικές μετάβασης των σχολείων και των εκπαιδευτικών (Rimm-Kaufmann & Pianta, 2000). Δύο είναι τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα μοντέλα μετάβασης:
Α. το μοντέλο ικανοτήτων
Β. το αναπτυξιακό οικολογικό μοντέλο.
Το μοντέλο ικανοτήτων, επικεντρώνοντας στις ικανότητες και δεξιότητες που διαθέτει το παιδί, περιορίζει την περίοδο της μετάβασης σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, για παράδειγμα στο τέλος της φοίτησης του παιδιού στο νηπιαγωγείο, ελέγχοντάς το αν γνωρίζει τα γράμματα της αλφαβήτας. Σύμφωνα με το μοντέλο των ικανοτήτων η προσαρμογή του παιδιού κατά την περίοδο της μετάβασης γίνεται αντιληπτή με όρους χαρακτηριστικών του, όπως είναι η ικανότητα ετοιμότητας, η χρονολογική ηλικία ή το επίπεδο ωρίμανσής του. Το μοντέλο αυτό δεν δίνει προσοχή στα οικολογικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την απόδοση του παιδιού, όπως είναι για παράδειγμα η ποιότητα της διδασκαλίας στην τάξη ή άλλα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά του παιδιού. Με άλλα λόγια δεν αντιλαμβάνεται ότι όταν τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο, έτοιμα ή μη, ακόμη, έτοιμα, φέρνουν μαζί τους τις αποσκευές τους, δηλαδή γνώσεις, στάσεις και δεξιότητες (Downer, Driscoll, and Pianta, 2006).
Αντίθετα το αναπτυξιακό οικολογικό μοντέλο περιγράφει ένα σύνολο παραγόντων που αφορούν στο παιδί, την οικογένεια το σχολείο και την κοινότητα, οι οποίοι αλληλοσυνδέονται και αλληλεξαρτώνται κατά την περίοδο της μετάβασης. Το αναπτυξιακό οικολογικό μοντέλο αναγνωρίζει κατά τεκμήριο ότι οι κοινωνικές και ακαδημαϊκές δεξιότητες των παιδιών είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες κατά τη διάρκεια αυτών πρώτων χρόνων (Bronfenbrenner, 1979, 1986; LaParo & Pianta, 2001). Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι αυτό το οποίο γνωρίζει και ξέρει να κάνει σήμερα το παιδί, μπορεί να μην είναι το ίδιο αύριο και αυτό που ξέρει να κάνει στο σπίτι να μην είναι ίδιο με αυτό που κάνει στο νηπιαγωγείο (Downer, Driscoll, and Pianta, 2006). Το αναπτυξιακό οικολογικό μοντέλο λοιπόν, λαμβάνει υπόψη τη σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ σχολείου, οικογένειας και κοινότητας καθώς το παιδί μετακινείται από το νηπιαγωγείο προς το δημοτικό σχολείο. Μετάβαση στο σχολείο, σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, σημαίνει όλες εκείνες τις στρατηγικές και διαδικασίες για:
α) τη διασφάλιση της ομαλής εισόδου και προσαρμογής των νηπίων στο δημοτικό σχολείο,
β) την παροχή συνέχειας μέσα από δραστηριότητες που γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ σπιτιού νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου, και
γ) τη σύνδεση της ανάπτυξης του παιδιού με τις κοινωνικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες γονεïκής υποστήριξης και του συστήματος προσχολικής εκπαίδευσης.
Πρόκειται δηλαδή για ένα οργανωμένο σύστημα σχέσεων και αλληλοεπιδράσεων μεταξύ ανθρώπων (οικογενειών, εκπαιδευτικών, παιδιών), χώρων (σπιτιού, σχολείου) και θεσμών (κοινότητας, κυβέρνησης), που τρέχουν μέσα στο χρόνο και αποτελεί το λεγόμενο οικολογικό σύστημα μετάβασης (Pianta & Walsh, 1996). Το αναπτυξιακό οικολογικό αυτό μοντέλο μετάβασης θα πρέπει να καθοδηγεί τη σκέψη μας στην επιλογή και εφαρμογή αποτελεσματικών πρακτικών μετάβασης. Πολλοί παράγοντες μπορούν να βοηθήσουν ή να εμποδίσουν την μετάβαση ενός παιδιού από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο και κατά συνέπεια την επιτυχία του στο σχολείο. Παράγοντες δομής, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού των παιδιών της τάξης, της επιμόρφωσης του εκπαιδευτικού και της διάρκειας της σχολικής ημέρας. Παράγοντες ποιότητας, όπως η ποιότητα της διδασκαλίας και των διδακτικών πρακτικών συνιστούν, επίσης, σημαντικούς παράγοντες. Ο τρόπος με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί και το σχολικό σύστημα απευθύνουν αυτούς τους παράγοντες και η συνοχή μεταξύ νηπιαγωγείου και πρώτης τάξης είναι επίσης κρίσιμοι παράγοντες (Downer, Driscoll, and Pianta, 2006; Entwisle & Alexander, 1998). Τόσο οι εκπαιδευτικοί όσο και οι γονείς και η τοπική κοινότητα πρέπει να καταλάβουν ότι οι δυνατότητες των μικρών παιδιών πολλές φορές συγκρούονται με το πώς το σχολείο και η κοινότητα επιλέγει τις πηγές που θα υποστηρίξουν τη μετάβαση των παιδιών. Η ίδια η φύση αυτής της περιόδου, ως μεταβατικής, οφείλεται στην έλλειψη σύνδεσης μεταξύ των ατομικών διαφορών των παιδιών (και των οικογενειών) και των διαφοροποιήσεων στις δομές και τις σχέσεις των σχολείων τους (και της κοινότητας). Από τη στιγμή που υπάρχει μια τέτοια ασυνέχεια, δημιουργείται ένα άγχος στο μικρό παιδί που το εμποδίζει να ρυθμίζει μόνο του τις κοινωνικές δεξιότητες και το φέρνει σε σύγκρουση με τη δυνατότητά του για μάθηση (Γουργιώτου, 2008). Το αναπτυξιακό/οικολογικό μοντέλο αγκαλιάζει την ιδέα ότι η μετάβαση στο σχολείο είναι μια συνεχής, δομημένη από σχέσεις διαδικασία σε πολλαπλά επίπεδα. Η ενεργός συνεργασία μεταξύ των πρωταγωνιστών - κλειδιών στην διαδικασία της μετάβασης-εκπαιδευτικών, γονέων, διευθυντών, στελεχών εκπαίδευσης, διοικητικών αρχών και τοπικής κοινότητας-είναι θεμελιώδης στη διασφάλιση μιας επιτυχημένης μετάβασης στο δημοτικό σχολείο (Rimm-Kaufmann & Pianta, 2000). Τα μικρά παιδιά είναι έτοιμα να ακολουθήσουν επιτυχημένες μαθησιακές εμπειρίες στο Δημοτικό Σχολείο, όταν υπάρχει μια θετική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά του παιδιού, τις σχολικές πρακτικές και την οικογενειακή και κοινοτική υποστήριξη (Pianta & Kraft-Sayre, 2003).