Η έρευνα δράσης, ένα εναλλακτικό επιστημολογικό παράδειγμα που αρνείται την εμπειρική και ορθολογική ερευνητική διαδικασία και εμμένει στη συμμετοχή των εμπλεκομένων μερών, αξιοποιείται διεθνώς ως ένα μεθοδολογικό εργαλείο εμπλοκής των εκπαιδευτικών σε ερευνητικές διεργασίες που δίνουν έμφαση στη συστηματική μελέτη των ποικίλων πτυχών της διδασκαλίας και της μάθησης σε συγκεκριμένα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα. Πιο αναλυτικά, η εφαρμογή της έρευνας δράσης στην εκπαίδευση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διδασκαλίας και μάθησης, συμπεριλαμβανομένων όλων των παραμέτρων που τυχόν επηρεάζουν το εκπαιδευτικό έργο. Σύμφωνα με τον Elliot «η έρευνα- δράση είναι η μελέτη μιας κοινωνικής κατάστασης με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας μέσα σ’ αυτή».
Η συμμετοχική, δε, έρευνα δράσης, όπου όλα τα μέρη συμμετέχουν ενεργά στο σχεδιασμό, την υλοποίηση και την αξιολόγηση του ερευνητικού σχεδίου αποτελεί μια διαδικασία απαραίτητη για την πρόοδο, ένα σύνολο από στάσεις και αξίες που δίνουν νόημα στην παιδαγωγική πρακτική. Η μορφή αυτή της έρευνας δράσης έχει ένα έντονα δημοκρατικό προφίλ και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη με την ικανοποίηση τριών κυρίως συνθηκών:
- αποδέχεται ότι δεν υπάρχει μία μόνο σωστή απάντηση σε κάθε ερώτημα και μία μόνο απόλυτη αλήθεια,
- δίνει αξία και φωνή σε όλους τους συμμετέχοντες και προωθεί το διάλογο μεταξύ αυτών και της κοινωνίας, αναγνωρίζοντας συγχρόνως ότι όλοι ανήκουν σε μια ευρύτερη κοινότητα,
- εστιάζει, αναδεικνύει και επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις τυχόν θεσμικές ανισότητες και αδικίες που δυσκολεύουν το έργο των εκπαιδευτικών.
Με βάση τα παραπάνω θα λέγαμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τη συμμετοχική έρευνα δράσης από τα άλλα είδη έρευνας είναι ο συνεργατικός χαρακτήρας της που επιτρέπει σε όλους τους εμπλεκόμενους (ερευνητές ή μη) να συμμετέχουν εξίσου στην παραγωγή της γνώσης. Δημιουργείται τότε μια «μαθησιακή κοινότητα», όπου οι σχέσεις αναπτύσσονται κι επεκτείνονται μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, το διάλογο και την ανάπτυξη νέων συμπεριφορών και πρακτικών. Σε σύγκριση με άλλα είδη έρευνας η συμμετοχική έρευνα δράσης αναντίρρητα αποτελεί έρευνα στην εκπαίδευση και όχι μόνο έρευνα για την εκπαίδευση. Συνοψίζοντας, ο κύριος στόχος της συμμετοχικής εκπαιδευτικής έρευνας δράσης είναι η σύνδεση της θεωρίας με την πράξη, ο αναστοχασμός πάνω στο διδακτικό έργο των εκπαιδευτικών με στόχο την αφύπνιση και αλλαγή προς μια προοδευτικότερη παιδαγωγική σκέψη και, τέλος, η επικοινωνία απόψεων, ιδεών και λύσεων με την ευρύτερη εκπαιδευτική κοινότητα.
Η επιλογή της μεθόδου της συμμετοχικής έρευνας δράσης επιλέχθηκε γιατί:
- Προυποθέτει τη συμμετοχή και ισότιμη συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων.
- Ενιοποιεί τη διδασκαλία και την έρευνα και συνδέει τη θεωρία με την πράξη.
- Προσφέρει ένα ευέλικτο πλαίσιο εφαρμογής (την ανοικτή κυκλική-σπειροειδής διαδικασία), μέσα από την οποία οι συμμετέχοντες δρουν και στοχάζονται με σκοπό την κατανόηση, την αλλαγή και τη βελτίωση της καθημερινής υπαρκτής σχολικής πραγματικότητας.
- Προυποθέτει και οργανώνεται με βάση τη στοχαστική και αναστοχαστική διαδικασία.
- Συνδέεται με την επαγγελματική ανάπτυξη του εκπαιδευτικού.
- Ανταποκρίνεται κατάλληλα και συνδυάζεται άμεσα με το οικολογικό-αναπτυξιακό μοντέλο μετάβασης.
Αφετηρία της έρευνας δράσης αποτελεί μια προβληματική κατάσταση, ένα ζήτημα που απασχολεί τους εκπαιδευτικούς και χρειάζεται βελτιωτικές παρεμβάσεις.
Στην εκπαιδευτική έρευνα δράσης εκτός από τον εκπαιδευτικό ερευνητή ή την ερευνητική ομάδα εκπαιδευτικών, συμμετέχουν και άλλοι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία (γονείς, σχολικοί σύμβουλοι…), αλλά και ο διευκολυντής (facilitator) αυτός που συντονίζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, κυρίως όταν υπάρχει ερευνητική ομάδα ή/και ο κριτικός φίλος-συνεργάτης (critical friend).
Ο διευκολυντής, που μπορεί να είναι ένας από τους εκπαιδευτικούς ερευνητές ή κάποιος εξωτερικός συνεργάτης, αναλαμβάνει ποικίλους ρόλους. Λειτουργεί υποστηρικτικά, καθώς παρέχει στους/στις εκπαιδευτικούς ερευνητές την πρόσβαση στο θεωρητικό πλαίσιο σχετικά με την πρακτική τους ή τη θεωρία της έρευνας δράσης και της δυναμικής των ομάδων και φροντίζει να αναπτυχθούν σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στους συμμετέχοντες, ώστε να διαλέγονται με ένα κοινό κώδικα σε ένα πλαίσιο συμμετρικής επικοινωνίας. Λειτουργεί ανατροφοδοτικά, καθώς μέλημά του είναι η κριτική ανατροφοδότηση της ομάδας και η διασφάλιση της ποικιλίας των οπτικών κατά την προσέγγιση της κατάστασης που διερευνάται. Λειτουργεί τέλος δεσμευτικά, καθώς προσπαθεί να εξασφαλίσει τη δέσμευση των συμμετεχόντων σε μια συνεργατική και συστηματική έρευνα, που γίνεται συλλογική όταν συνειδητοποιούν ότι ως ερευνητική ομάδα έχουν εκτός από τους ιδιαίτερους ο καθένας και κοινούς στόχους, φροντίζοντας έτσι η ερευνητική ομάδα να πάρει σταδιακά τη μορφή κριτικής κοινότητας. Σε αυτή την προοπτική ο διευκολυντής μπορεί να βοηθήσει την ομάδα να διαμορφώσει κοινή ταυτότητα και γλώσσα.
Για να μπορέσουν βέβαια να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τόσο ο διευκολυντής όσο και ο κριτικός φίλος, είναι απαραίτητη μια ουσιαστική αμφίδρομη και συμμετρική επικοινωνία του με τον εκπαιδευτικό ερευνητή ή την ερευνητική ομάδα.
Μέθοδοι συλλογής δεδομένων
Οι εκπαιδευτικοί ερευνητές έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν για τη συλλογή των δεδομένων τόσο ανοιχτές και ελεύθερες τεχνικές (ημερολόγιο εκπαιδευτικών ή μαθητών, ηχογραφήσεις και μαγνητοσκοπήσεις διδακτικών διαδικασιών…) όσο και πιο αυστηρές και ποσοτικές (όπως ερωτηματολόγιο με κλειστές ερωτήσεις, κλείδες παρατήρησης, δομημένη συνέντευξη…). Την εγκυρότητα των δεδομένων που συλλέγονται διασφαλίζει σε κάποιο βαθμό η μέθοδος της «τριγωνοποίησης». Πρόκειται για την τριπλή διασταύρωση των στοιχείων είτε με τη χρήση τριών διαφορετικών μεθόδων συλλογής δεδομένων (πχ. παρατήρηση, συνέντευξη και μαγνητοφώνηση της διδασκαλίας), είτε με την άντληση τωνδεδομένων από τρεις διαφορετικές πηγές (πχ. από τον εκπαιδευτικό, τους μαθητές, τους σχολικούς συμβούλους , τους γονείς), που εξασφαλίζει τον διϋποκειμενικό έλεγχο των πορισμάτων.