Smaller Default Larger

Σε έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ορισμούς της μετάβασης, η έννοια αυτή παρουσιάζεται «ως ένα ατομικό, προσωπικό, ιδιαίτερο και μοναδικό βίωμα για το κάθε άτομο, συνδεδεμένο με αλλαγές ρόλων και περιβαλλοντικών συνθηκών» (Mogel,1984,158). Η αίσθηση της αλλαγής αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό κάθε μετάβασης, κάθε «μετακίνησης» που βιώνει το άτομο στις διάφορες φάσεις κατά την πορεία της ανάπτυξής του. Η συνειδητοποίηση της αλλαγής προκαλεί στο άτομο την ενεργοποίηση του μηχανισμού της προσαρμογής, της ικανότητας αντίδρασης απέναντι στα «εμπόδια» που προκαλούν ανισορροπία στη δυναμική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον εαυτό και τον περίγυρό του. Ένα, επιπλέον, κοινό σημείο σε κάθε μετάβαση είναι το γεγονός ότι η τελική αποτίμηση και η απόδοση σε αυτήν θετικών ή αρνητικών χαρακτηριστικών αποτελεί προϊόν του «τρόπου βίωσης» και αντιμετώπισης των αλλαγών από το ίδιο το άτομο που μετέχει στη συγκεκριμένη διαδικασία.

Ο αμφίσημος χαρακτήρας της μετάβασης είναι ευδιάκριτος στην περίπτωση της σχολικής ένταξης -γι’ αυτό και αντιμετωπίζεται ως χαρακτηριστική περίπτωση μετάβασης. Η είσοδος του παιδιού στο σχολείο, η μετάβασή του σε ένα νέο και άγνωστο περιβάλλον «συνδέεται με συγκεκριμένες προσδοκίες και ενθουσιασμό ενώ ταυτόχρονα μπορεί να παρουσιάσει ποικίλους βαθμούς έντασης κι ανησυχίας» (Brostrom, 2002,52). Γι΄αυτό η χρονική αυτή περίοδος θεωρείται μια από τις κρισιμότερες της παιδικής ηλικίας. Κατά τη διάρκειά της σηματοδοτεί ιδιαίτερα έντονες αλλαγές τόσο στην προσωπικότητα του παιδιού όσο και στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, εκθέτοντάς το σε μια μεγάλη ποικιλία απαιτήσεων (γνωστικών, συναισθηματικών και κοινωνικών), στις οποίες καλείται να απαντήσει βάσει καθορισμένων προδιαγραφών. Οι αλλαγές αυτές συμπεριλαμβάνουν: 
α) αύξηση του αριθμού των μαθητών μέσα στην τάξη,
β) μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διαμονής των μαθητών μέσα στην τάξη, 
γ) αλλαγές στον τύπο και το βαθμό εμπλοκής των γονέων, 
δ) αύξηση προσδοκιών για ατομική εργασία, 
ε) λιγότερη ατομική βοήθεια, 
στ) διαφορετικό περιεχόμενο προγράμματος, 
ζ) διαφοροποίηση του τρόπου διδασκαλίας του εκπαιδευτικού, κ.ά.

Η προσαρμογή των παιδιών στις νέες αλλαγές, κατά τη διάρκεια αυτής της σχολικής περιόδου, μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα στην περαιτέρω ακαδημαϊκή εξέλιξη του παιδιού, την κοινωνικοποίησή του αλλά και στη διαμόρφωση βαθύτερων χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του (Μπαγάκης et al., 2006; Entwisle & Alexander, 1998). Η συνέχεια και η σταθερότητα στους προτεινόμενους παιδαγωγικούς σκοπούς και η συμφωνία νηπιαγωγείου, δημοτικού και γονέων στις βασικές θέσεις αγωγής (το ρόλο και την αποστολή του νηπιαγωγείου/δημοτικού) θεωρήθηκε ότι εμποδίζει τα ρήγματα της μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο. Κατά συνέπεια το νηπιαγωγείο- παίζει καθοριστικό μεσολαβητικό ρόλο στην προσαρμογή του παιδιού και έχει ως στόχο να υποβοηθήσει τα νήπια να υιοθετήσουν μια θετική στάση απέναντι στον κόσμο του σχολείου. Τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την ομαλή μετάβαση των νηπίων στο δημοτικό είναι:

  • η παροχή συνέχειας στη μάθηση μέσα από το σχεδιασμό αναπτυξιακά κατάλληλων προγραμμάτων για παιδιά του νηπιαγωγείου και πρώτης δημοτικού,
  • η διασφάλιση της συνεχούς επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των εκπαιδευτικών των δύο βαθμίδων,
  • η προετοιμασία των παιδιών για τη μετάβαση,
  • η εμπλοκή των γονέων στη διαδικασία της μετάβασης,
  • η ανάπτυξη θετικών, αμοιβαίων σχέσεων επικοινωνίας μεταξύ παιδιών, εκπαιδευτικών και γονέων (Γουργιώτου, 2008).